τονικός

τονικός
-ή, -ό
1. αυτός που σχετίζεται με τον τόνο (λέξεων, το μυϊκό, το μουσικό κτλ.): Τονικά σημεία (η οξεία και η περισπωμένη).
2. τονωτικός, δυναμωτικός: Τονικά φάρμακα.
3. «τονικός σπασμός», σύσπαση μυών που διατηρείται μόνιμα.
4. το θηλ. ως ουσ., τονική ο πρώτος φθόγγος απ’ όπου ξεκινά η μουσική κλίμακα μιας σύνθεσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… …   Dictionary of Greek

  • τονικώτερον — τονικός of adverbial comp τονικός of masc acc comp sg τονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικῶν — τονικός of fem gen pl τονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικόν — τονικός of masc acc sg τονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικαί — τονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῖς — τονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοί — τονικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῦ — τονικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικούς — τονικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”