- τονικός
- -ή, -ό1. αυτός που σχετίζεται με τον τόνο (λέξεων, το μυϊκό, το μουσικό κτλ.): Τονικά σημεία (η οξεία και η περισπωμένη).2. τονωτικός, δυναμωτικός: Τονικά φάρμακα.3. «τονικός σπασμός», σύσπαση μυών που διατηρείται μόνιμα.4. το θηλ. ως ουσ., τονική ο πρώτος φθόγγος απ’ όπου ξεκινά η μουσική κλίμακα μιας σύνθεσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.